- παραβουλεύομαι
- παραβουλεύομαι 1 aor. παρεβουλευσάμην (Cat. Cod. Astr. XII 188, 27; Hesych., prob. w. ref. to Phil 2:30) be careless τινί in relation to someth. τῇ ψυχῇ have no concern for one’s life Phil 2:30 v.l. (for παραβολ. q.v.).—DELG s.v. βούλομαι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.